- επίσαπρος
- ἐπίσαπρος, -ον (Α) [σαπρός]ο σάπιος στην επιφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίσαπρον — ἐπίσαπρος rotten masc/fem acc sg ἐπίσαπρος rotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)